ἀρτίδιον

ἀρτίδιον
ἀρτί-διον, τό, Dim. of ἄρτος,
A small loaf, D.L.7.13; piece of bread, Sor.1.115; food, POxy.738.8 (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀρτίδιον — small loaf neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίδια — ἀρτίδιον small loaf neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • αρτίδιο — το (Α ἀρτίδιον) [άρτος] ψωμάκι (κυρίως αυτό που προσφέρεται σε αρτοκλασίες ή μνημόσυνα) αρχ. κομμάτι, φέτα ψωμιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”